- περπατάω
- περπατάω / περπατώ, περπάτησα, περπατημένος βλ. πίν. 58——————Σημειώσεις:περπατάω : η μτχ. περπατημένος απαντάται κυρίως με την ειδική έννοια → αυτός που έχει πολλές σεξουαλικές σχέσεις ή γενικότερα εμπειρίες.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.