περπατάω

περπατάω
περπατάω / περπατώ, περπάτησα, περπατημένος βλ. πίν. 58
——————
Σημειώσεις:
περπατάω : η μτχ. περπατημένος απαντάται κυρίως με την ειδική έννοια αυτός που έχει πολλές σεξουαλικές σχέσεις ή γενικότερα εμπειρίες.

Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • περπατώ — περπατάω / περπατώ, περπάτησα, περπατημένος βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • περπατώ — και περπατάω Ν βλ. περιπατώ …   Dictionary of Greek

  • βραδύνω — βραδύνω, βράδυνα βλ. πίν. 48 Σημειώσεις: βραδύνω : χωρίς παθητική φωνή, κυρίως με την έννοια κινούμαι, ενεργώ αργά. Απαντάται όμως και η έκφραση βραδύνω το βήμα (→ αρχίζω να περπατάω αργά) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σειέμαι — 1 → δες σείω 2 σείστηκα βλ. πίν. 203 Σημειώσεις: σειέμαι : στις εκφρ. σειέμαι και λυγιέμαι και σεινάμενη κουνάμενη έχει την ειδική έννοια → περπατάω καμαρωτά …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”